Συμπληρώνονται σήμερα 66 χρόνια από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ενός αγώνα που διεξάχθηκε στα πλαίσια της αντιαποικιακής πάλης του λαού μας, για αυτοδιάθεση και ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά παράλληλα διαμορφώθηκε από τις δυναμικές της εποχής εντός της Κύπρου και περιφερειακά, τον διεθνή αγώνα της αποαποικιοποίησης και τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού μπλοκ.
Βέβαια, καθώς η ιστορία είναι μια δυναμική διαδικασία, πέρασαν αρκετές δεκαετίες πολιτικών ζυμώσεων πριν αποφασίσει η εθνικιστική παράταξη και η εθναρχία να ξεφύγουν, μερικώς τουλάχιστον, από το σχήμα της ελληνοβρετανικής φιλίας ως το κυρίαρχο πλαίσιο επίλυσης του κυπριακού και να υιοθετήσουν τον ένοπλο αγώνα ως μορφή πάλης προς επίτευξη του στόχου της ένωσης, εμπιστευόμενοι στον Γρίβα την ηγεσία του ένοπλου αγώνα. Η ανάληψη ένοπλης δράσης υπό την ηγεσία της δεξιάς, αποτέλεσε βέβαια και μια κίνηση ηγεμονικής τακτικής για να ανακοπεί και η δυναμική παρέμβαση της αριστεράς στο αντιαποικιακό-εθνικό ζήτημα.
Ο ένοπλος αγώνας βασίστηκε στο παλλαϊκό αίτημα των ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, με την υποστήριξη πλέον και της αριστεράς, και το οποίο εκφράστηκε και το 1950 με τη διεξαγωγή από την εκκλησία της συλλογής υπογραφών υπέρ της ένωσης, που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το ενωτικό δημοψήφισμα (αν και ξεκίνησε με πρωτοβουλία της αριστεράς). Πολλοί αγνοί πατριώτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ΕΟΚΑ για να αγωνιστούν για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού και ένωση με την Ελλάδα γράφοντας σελίδες ηρωισμού.
Είναι, όμως, γνωστό πως ο αρχηγός της ΕΟΚΑ δεν ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε ή μπορούσε να ηγηθεί συναινετικά του ένοπλου αγώνα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που ηγήθηκε της αντικομμουνιστικής, φιλοβασιλικής οργάνωσης ‘Χ’ στην Ελλάδα, η οποία συνεργαζόταν με τις κατοχικές ναζιστικές δυνάμεις και έπειτα έδρασε τρομοκρατικά κατά των ηρώων αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Έτσι, με την ανάληψη της ηγεσίας της οργάνωσης ο Γρίβας έκανε ξεκάθαρο πως αντιμετώπιζε τους κομμουνιστές ως ένα κίνδυνο τον οποίο θα έπρεπε να εξουδετερώσει μη αποδεχόμενος τη συμμετοχή τους στον αγώνα. Το 1958 αποτέλεσε το έτος κορύφωσης της αντικομμουνιστικής δράσης της ΕΟΚΑ, καθώς σημαδεύτηκε με τις πολιτικές δολοφονίες στελεχών του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ. Οι δολοφονίες αυτές συνδέονταν, όπως ο ίδιος ο Γρίβας κατέγραψε στο ημερολόγιο του, με τον αγώνα της επόμενης μέρας, μετά την αποαποικιοποίηση, αφού ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ είχε φτάσει σε αδιέξοδο και συζητούνταν ήδη πολιτικές λύσεις. Παράλληλα, τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε και η ΤΜΤ, τουρκοκυπριακή εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση, η οποία σε συνδυασμό με την δράση στελεχών της ΕΟΚΑ προεξάρχοντος του αρχηγού της, συνέδραμε στην αποξένωση των δύο κοινοτήτων του νησιού.
Μετά από 4 χρόνια ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ και την θυσία πολλών αγνών αγωνιστών, αποφασίστηκε μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, πλέον όλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, η δημιουργία ανεξάρτητου, δικοινοτικού κράτους στη Κύπρο με την παραχώρηση δύο κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι με το οποίο συμφώνησε η πλειοψηφία των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας (η αριστερά και λίγοι μεμονωμένοι πολιτευτές της δεξιάς διαφώνησαν). Ήταν ουσιαστικά μια κολοβωμένη ανεξαρτησία, όπως αποδόθηκε από πολλούς ιστορικούς και αναλυτές, αλλά και όπως εγγράφηκε στη λαϊκή μνήμη, χωρίς επικύρωση από τον λαό και πρόκριμα των δεινών που ακολούθησαν.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν ένας σταθμός στην ιστορία του νησιού μας, ο οποίος, όμως, απέτυχε ως προς τη πραγμάτωση του κύριου στόχου που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Η αποδοχή ή μη, της αποτυχίας επίτευξης της ένωσης συνιστά και το πολιτικό δίπολο που χαρακτήριζε και την στάση των ελληνοκυπρίων μέχρι και το προδοτικό πραξικόπημα του 1974.
Η πρόσληψη της ΕΟΚΑ από την κυρίαρχη ιστοριογραφία αποτελεί συνήθως αγιογράφημα. Αντικρίζεται πάντα αποσπασμένη από τον συνολικό αγώνα του κυπριακού λαού για αποαποικιοποίηση διότι με αυτό τον τρόπο «κρύβεται» η συνεισφορά άλλων πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων και ειδικότερα της αριστεράς. Η ΕΟΚΑ εργαλειοποιήθηκε από τους κυρίαρχους κύκλους της δεξιάς άρχουσας τάξης ως το αφήγημα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο μετααποικιακός κρατικός μηχανισμός.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πιο πάνω να υποβαθμίσουν τον αγώνα εκατοντάδων αγνών ιδεολόγων, όπως ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Κυριάκος Μάτσης, που πάλεψαν για ελευθερία και αποτίναξη του αποικιακού ζυγού, χωρίς να νοιάζονται αν τη γη της Κύπρου «τη ζουν Τούρκοι για Έλληνες» καθώς το πιο σημαντικό είναι «να την ζουν αυτοί που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και να περπατούν ελεύθεροι πάνω της, διαφεντευτές της, κυρίαρχοί της».