Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η εθνικιστική άρχουσα τάξη στα κατεχόμενα, υποτελής και σε πλήρη συνεννόηση με την αντίστοιχη τουρκική, προχωρά στην παράνομη ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», μια ενέργεια που καταδικάστηκε αμέσως από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τα ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984. Ψηφίσματα που μέχρι σήμερα αποτελούν ασπίδα προστασίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διχοτομική αυτή κίνηση της εθνικιστικής ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν το προϊόν μιας ιστορίας ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, βίας, διαχωρισμού και της μη αποδοχής της κοινής κρατικής υπόστασης που παρείχε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 από εθνικιστικούς κύκλους μέσα και στις δύο κοινότητες. Ήδη ακόμα και πριν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι εσωτερικές διαμάχες της αστικής τάξης στο νησί υπό την επίδραση και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ανάπτυξης των θεσμών, της διακυβέρνησης, της κυρίαρχης ιδεολογίας και της οικονομίας της χώρας, καθώς και του τρόπου δόμησης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής από την βρετανική αποικιοκρατική δύναμη που παρέμενε στο νησί, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη δυο ισχυρών εθνικισμών, με διαφορετικές και συγκρουσιακές επιδιώξεις, προς τέρψη των ξένων επιβουλέων της κυπριακής ανεξαρτησίας. Αφενός, ο τουρκικός εθνικισμός αγωνίζεται υπέρ του taxim (διχοτόμησης) της Κύπρου και αφετέρου, ο ελληνικός, υπέρ της επίτευξης του (ανεκπλήρωτου από την ΕΟΚΑ) στόχου της Ένωσης με το Ελληνικό κράτος. Είναι σε αυτό το πλαίσιο των Νατοϊκών ιμπεριαλιστικών επιβουλών, των εσωτερικών αντιθέσεων και συγκρούσεων στην Κύπρο, αλλά και των αντίστοιχων διαιρέσεων εντός των αστικών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία, όλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, που το δικοινοτικό Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καταρρέει μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963. Με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κεντρική εξουσία και τα διοικητικά όργανα του κράτους, πλέον, τα πολιτειακά αξιώματα πληρώνονται μόνο από Ελληνοκύπριους, ενώ το δηλητήριο του εθνικισμού υποσκάπτει ολοένα και περισσότερο την συνεργασία και κοινή δράση των λαϊκών στρωμάτων των δύο κοινοτήτων. Με την κλιμάκωση της εσωτερικής αντιπαράθεσης γίνεται όλο και πιο σημαντικός ο (καταστροφικός) ρόλος των παραστρατιωτικών οργανώσεων, όπως η ΤΜΤ και η ΕΟΚΑ Β’, που υποδαυλίζονται και ενισχύονται από το κράτος και το παρακράτος των εγγυητριών δυνάμεων. Το τελικό αποτέλεσμα της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης, η οποία αξιοποίησε την έκρυθμη κατάσταση στο νησί και τις αντιθέσεις των δύο κοινοτήτων, τα εγκλήματα της χούντας και με την ανοχή της Βρετανίας και των ΗΠΑ, ήταν η εφαρμογή του σχεδίου της για στρατιωτική επέμβαση, το οποίο σφραγίστηκε από το δίδυμο Νατοϊκό έγκλημα του Ιουλίου-Αυγούστου του 1974. Το πραξικόπημα της Ελληνικής Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στο νησί για να επιβάλει στρατιωτικά τα δικά της σχέδια για διχοτόμηση της Κύπρου. Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους στις 15 Νοεμβρίου 1983 δεν ήταν παρά ακόμα ένα βήμα προς την κατεύθυνση της οριστικής διχοτόμησης του νησιού και του λαού μας.Σήμερα, 38 χρόνια μετά, με τις δυσκολίες που δημιουργεί η επί του εδάφους διαίρεση και ενώ συνεχίζεται η προσπάθεια νομιμοποίησης του ψευδοκράτους και η δημιουργία τετελεσμένων για την οριστική διχοτόμηση, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να αγωνιστούμε μαζί με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας και κάθε άνθρωπο που «ποτίζει τούτη τη γη με τον ιδρώτα του», για να αποτρέψουμε την οριστική διχοτόμηση της πατρίδας μας. Μόνο μέσα από τον κοινό μας αγώνα θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις επιπτώσεις της εισβολής και κατοχής και να επανενώσουμε την πατρίδα και τον λαό μας, γνωρίζοντας καλά πως μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό.