culturalfoundation1948@gmail.com

Ίδρυση ΑΣΟΛ, 4 Ιουνίου 1948 – Ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής

Created with Sketch.

Το 1948 στην Κύπρο είναι χρονιά ορόσημο που άλλαξε τον ρου της ιστορίας στον κυπριακό αθλητισμό, μα και γενικότερα στο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι. Η ίδρυση των λαϊκών προοδευτικών σωματείων και ειδικότερα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ σαν σήμερα 4 Ιουνίου του 1948, δεν προέκυψε ξαφνικά ως απότοκο των επιδράσεων του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, όπως παρουσιάζεται συχνά στην κυρίαρχη ιστοριογραφία.

Ήταν αποτέλεσμα της ιδεολογικής και ταξικής σύγκρουσης που έφτασε στο απόγειο της εκείνη την χρονιά, μέσα από τις έντονες κοινωνικές διεργασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Δεν ήταν τυχαίο ότι το 1948 είχαμε την κορύφωση της ταξικής πάλης, καθώς είναι η χρονιά με τους μεγαλύτερους εργατικούς αγώνες, τις πιο μαζικές και μαχητικές απεργίες στις οποίες συμμετέχουν εργαζόμενοι κι από τις δύο κοινότητες, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Ειδικότερα οι απεργίες των μεταλλωρύχων ξεκίνησαν στις 13 Γενάρη 1948 και κράτησαν πάνω από τέσσερις μήνες, συνολικά 125 μέρες! Συμμετείχαν δύο χιλιάδες μεταλλεργάτες, εκ των οποίων οι 700 ήταν Τουρκοκύπριοι.

Ενωμένη η κυπριακή εργατική τάξη υπό την ηγεσία της αριστεράς, πάλεψε απέναντι στους αποικιοκράτες , την ξένη και ντόπια εργοδοσία, αλλά και τους απεργοσπάστες που ενισχύονταν από την ακροδεξιά και την εκκλησία. Τότε γίνονταν καθημερινά συλλήψεις, δίκες και φυλακίσεις απεργών, μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες καταστολής, όπου η αστυνομία πυροβολούσε απεργούς μεταλλωρύχους στις κινητοποιήσεις. Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης και κινητοποίησης αναπτύχθηκε σε παγκύπρια κλίμακα.

Συνολικά κατά την διάρκεια του 1948 έγιναν 3 μεγάλες απεργίες: Των μεταλλωρύχων, των αμιαντωρύχων και των οικοδόμων. Συμμετείχαν 4.330 εργάτες και κράτησαν 266 μέρες. Απεργίες που απέφεραν σημαντικά κεκτημένα για την εργατική τάξη, αφού ικανοποιήθηκαν τα πιο πολλά αιτήματα των απεργών.

Η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση επεκτάθηκε σε κάθε κοινωνικό χώρο, ακόμα και στον χώρο της κατανάλωσης, όταν η δεξιά προσπάθησε μέσω οικονομικού πολέμου να εξοντώσει τους συλλόγους της αριστεράς. Ουσιαστικά, η δεξιά παράταξη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβληθεί και να αναχαιτίσει την δυναμική της αριστεράς που κέρδιζε συνεχώς έδαφος ως μια μαζική και μαχητική πολιτική δύναμη που πρωταγωνιστούσε στους κοινωνικούς, ταξικούς και αντιαποικιακούς αγώνες.

Στον χώρο του αθλητισμού, η δεξιά, προσπάθησε να επικρατήσει ολοκληρωτικά, λειτουργώντας αυταρχικά μέσα στους γυμναστικούς συλλόγους όπου ήταν πανίσχυρη. Ήταν και εδώ ένα κοινωνικό πεδίο που ένιωθε σταδιακά να χάνει την ηγεμονία, καθώς οι αθλητικοί-μορφωτικοί σύλλογοι που άρχισαν να ιδρύονται από την δεκαετία του 1930 στις πόλεις, τα προάστια και την ύπαιθρο με πρωτοβουλία του ΚΚΚ και στην συνέχεια του ΑΚΕΛ την δεκαετία του 1940, γίνονταν ιδιαίτερα δραστήριοι και μαζικοί στον χώρο της νεολαίας. Η δημιουργία αυτών των συλλόγων είχε μια ιδιαίτερη σημασία μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, αφού την ώρα που η δεξιά προσπαθούσε να αποκλείσει την αριστερά από κάθε μηχανισμό εξουσίας, αυτή οικοδομούσε από τα κάτω θεσμούς λαϊκού χαρακτήρα με έμφαση στον τομέα του πολιτισμού ευρύτερα.

Εδώ είναι που προσπάθησε η δεξιά να μεταφέρει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, ιδιαίτερα στον χώρο του αθλητισμού για να επιβάλει την μονοκαθεδρία της. Απαίτησαν από τους αθλητές των Γυμναστικών Συλλόγων να υπογράψουν δημόσια δήλωση «εθνικοφρόνων φρονημάτων», καταδίκης των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και αφοσίωσης στο Βασιλιά των Ελλήνων. Στη συνέχεια προχώρησαν σε αποκλεισμούς και διαγραφές όσων δεν συμμορφώνονταν. Είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες που άρχισαν να ιδρύονται προοδευτικά σωματεία από αθλητές που είχαν εκδιωχθεί για τα φρονήματα τους.

Στην περίπτωση του ΑΠΟΕΛ αυτό έγινε με το γνωστό τηλεγράφημα που απέστειλε το διοικητικό του συμβούλιο στον ΣΕΓΑΣ με την ευκαιρία των Πανελλήνιων Αγώνων Στίβου, στο οποίο εύχονταν «όπως τερματισθεί η εθνοκτόνος ανταρσία». Ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση με έντονο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, που παραβίαζε το καταστατικό του συλλόγου το οποίο απαγόρευε την ανάμιξη του συλλόγου στα πολιτικά. Όταν δικαιολογημένα αθλητές του συλλόγου αντέδρασαν σε αυτή την προκλητική ενέργεια, η διοίκηση ισχυρίστηκε πως έπραξε με βάση το «εθνικό καθήκον» και κάλεσε τους αθλητές σε απολογία και δήλωση αποκήρυξης φρονημάτων. Όσοι αρνήθηκαν να το πράξουν, διαγράφηκαν.

Αυτοί οι αθλητές πρωτοστάτησαν μαζί με άλλους στην συνέχεια στην ίδρυση της ΟΜΟΝΟΙΑΣ που έμελλε να εξελιχθεί στο δημοφιλέστερο και ισχυρότερο ποδοσφαιρικό (κι όχι μόνο) σωματείο στην Κύπρο. Στις 17 του ίδιου μήνα έγινε η καταστατική συνέλευση, κατά την οποία εγκρίθηκε το καταστατικό και δόθηκε το όνομα: «ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΟΜΟΝΟΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ».

Η ίδρυση αυτών των σωματείων και ιδιαίτερα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ με την δυναμική και απήχηση που απέκτησε, ήταν ένας θρίαμβος των δημοκρατικών και προοδευτικών αθλητών ενάντια στον αυταρχισμό, την φίμωση και τον αποκλεισμό που προσπάθησε να επιβάλει το πολιτικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την απαγόρευση ένταξης τους στην ΚΟΠ (κυπριακή ομοσπονδία ποδοσφαίρου) και την ίδρυση της ΚΕΠΟ (Κυπριακή Ερασιτεχνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία) με τη διοργάνωση για μία πενταετία ανεξάρτητου πρωταθλήματος, οι φίλαθλοι που το παρακολουθούσαν ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς που παρακολουθούσαν αγώνες της ΚΟΠ. Αυτή η μαζικότητα ήταν που ανάγκασε την ΚΟΠ να μπει σε συζητήσεις για την ενοποίηση, κάτι που έγινε τελικά το 1953.

Η ΟΜΟΝΟΙΑ ήταν δημιούργημα των πιο πάνω συνθηκών, γι αυτό αγκαλιάστηκε αμέσως από αυτούς που έδιναν την ζωή τους κυριολεκτικά για ένα μεροκάματο, στα ορυχεία, στις στοές, στα μεταλλεία, αυτούς που πρωταγωνίστησαν στους μεγαλύτερους εργατικούς αγώνες στην κυπριακή ιστορία που έμειναν γνωστοί ως οι απεργίες του 1948.

Γι αυτό η γέννηση της ΟΜΟΝΟΙΑΣ δεν ήταν σπορά της τύχης όπως λέει ο ποιητής, μα τέκνο της Ανάγκης κι ώριμο τέκνο της Οργής. Η ΟΜΟΝΟΙΑ γεννήθηκε από τον ΛΑΟ, για τον ΛΑΟ, ως ένα σωματείο που έσπασε τα δεσμά και προασπίστηκε τις ιδέες του γνήσιου, λαϊκού αθλητισμού. Σε αυτό τον δρόμο που χάραξαν οι πρωτοπόροι αγωνιστές το ένδοξο 1948, συνεχίζουμε σήμερα τον δικό μας αγώνα για λαϊκό αθλητισμό, ένα άλλο ποδόσφαιρο και μια άλλη κοινωνία.